- λασιόστερνος
- λᾰσῐό-στερνος, ον,A hairy-breasted,
παρδάλιες AP7.578
(Agath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρδάλιες AP7.578
(Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λασιόστερνος — η, ο (Α λασιόστερνος, ον) αυτός που έχει δασύ στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, καλλί στερνος] … Dictionary of Greek
λασιοστέρνων — λασιόστερνος hairy breasted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek